- αγουροξύπνημα
- το преждевременное пробуждение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγουροξύπνημα — το [αγουροξυπνώ] πρόωρη διακοπή τού ύπνου, πρόωρο ξύπνημα … Dictionary of Greek
αγουροξύπνημα — το, ατος πρόωρο ξύπνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγουροξυπνημός — ο [αγουροξυπνώ] το αγουροξύπνημα* … Dictionary of Greek
αγουροξυπνώ — (μτβ.) 1. ξυπνώ κάποιον πρόωρα, τόν σηκώνω από τον ύπνο του 2. (αμτβ.) ξυπνώ πρόωρα δίχως να έχω κοιμηθεί αρκετά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + ξυπνώ. ΠΑΡ. αγουροξύπνημα, αγουροξυπνημένος, αγουροξυπνημός, αγουροξύπνητος] … Dictionary of Greek